- τετραδακτυλιαῖος
- τετρᾰδακτῠλ-ιαῖος, α, ον,A four fingers long or broad, Dsc.1.68, S.E.M.10.156.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραδακτυλιαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος ή εύρος τεσσάρων δακτύλων (α. «λιθάρια ὕψει τετραδακτυλιαῑα», Διοσκ. β. «τετραδακτυλιαῑον διάστημα», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραδάκτυλος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
τετραδακτυλιαίων — τετραδακτυλιαῖος four fingers long fem gen pl τετραδακτυλιαῖος four fingers long masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραδακτυλιαίοις — τετραδακτυλιαῖος four fingers long masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραδακτυλιαίῳ — τετραδακτυλιαῖος four fingers long masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραδακτυλαίος — αία, ον, Μ τετραδακτυλιαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραδάκτυλος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek